ἀναπετῶ

ἀναπετῶ
ἀναπετάννυμι
spread out
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἀναπετάννυμι
spread out
pres imperat mp 2nd sg
ἀναπετάννυμι
spread out
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀναπετάννυμι
spread out
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἀναπετάννυμι
spread out
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἀ̱ναπετῶ , ἀναπετάομαι
f
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀναπετάομαι
f
pres imperat mp 2nd sg
ἀναπετάομαι
f
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • αναπετάμενος — η, ο [αναπετώ] 1. αυτός που πετάει ψηλά 2. (για νεοσσούς) αυτός που αρχίζει να πετά, να φτερουγίζει 3. (για νερά) αυτός που ξεπετιέται από το έδαφος, που αναβλύζει …   Dictionary of Greek

  • αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”